λαλώ

λαλώ
-έω και -άω (AM λαλῶ, -έω)
1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)
2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.)
3. (για πτηνά) κελαδώ, τερετίζω ή κράζω (α. «άκου πώς λαλεί το αηδόνι» β. «ακόμη δεν λάλησε ο πετεινός»)
4. (για μουσικό όργανο) παράγω ήχο, ηχώ, παίζω («ὡς σάλπιγγος λαλούσης», ΚΔ)
5. παίζω μουσικό όργανο, βαρώ, κρούω, σημαίνω (α. «λαλώ τη φλογέρα» β. «κἤν αὐλῷ λαλέω», Θεόκρ.)
6. αντηχώ, αντιλαλώ
νεοελλ.
1. πορεύομαι, βαδίζω, πηγαίνω («στη στράτα που ελάλει», δημ. τραγούδι)
2. μαρτυρώ, προδίδω («ο Μιστόκλης τσάκισε και λάλησε στην ανάκριση»
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λαλημένος, -η, -ο
ξακουστός, φημισμένος
4. παροιμ. «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει» — όταν σε μια ενέργεια ανακατεύονται πολλά άτομα, αργούν να τή φέρουν εις πέρας
β) «όποιος πολλά λαλεί πολλά σφάλλει» — ο φλύαρος συχνά λέει ανοησίες
νεοελλ.-μσν.
1. προσκαλώ, φωνάζω κάποιον από μακριά
2. συμπεριφέρομαι
3. παρακινώ με τη φωνή ζώο να βαδίσει γρήγορα
4. διαδίδω ως φήμη
μσν.
1. τραγουδώ με συνοδεία μουσικού οργάνου
2. διηγούμαι, εξιστορώ
3. υποστηρίζω άποψη, διατείνομαι, ισχυρίζομαι
4. συμβουλεύω
5. επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου
6. εξαγγέλλω, γνωστοποιώ, ανακοινώνω
7. ερωτώ
8. ονομάζω, αποκαλώ
9. ψάλλω
10. (για έγγραφο) αναφέρω
11. φρ. «λαλῶ εἰς τὸν λογισμὸν κάποιου» — προσπαθώ να επηρεάσω τη σκέψη κάποιου
(μσν. -αρχ.)
1. συζητώ, κουβεντιάζω φιλικά
2. λέγω πολλά, μιλώ ακατάσχετα, φλυαρώ
αρχ.
1. απαγγέλλω με σκοπό την τέρψη ή τη διδασκαλία κάποιου, καθοδηγώ, διδάσκω
2. εκφράζομαι με μιμικές κινήσεις («χειρσὶν ἄπαντα λαλήσας», επιγρ.)
3. βγάζω άναρθρες κραυγές («λαλοῡσι μὲν οὗτοι [oἱ πίθηκοι] φράζουσι δ' οὔ», Πλούτ.)
4. (για δένδρα) θροΐζω, ψιθυρίζω
5. φρ. «ζωγραφία λαλοῡσα» — η ποίηση, σε αντιδιαστολή προς το «ποίησις σιωπῶσα», δηλ. τη ζωγραφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα la- (με αναδιπλασιασμό), που είναι προϊόν ηχομιμήσεως και συνδέεται με λατ. lallo «νανουρίζω νήπιο», λιθουαν. laluoti «τραυλίζω, ψελλίζω», ρωσ. lala «φλύαρος, λάλος» και πιθ. με το λάσκω «κραυγάζω». Η λ. μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια Λάλα, Λάλος, Λάλαξ.
ΠΑΡ. λάλημα, λαλητός, λαλιά
αρχ.
λαλαγώ, λαλάζω, λάλαξ, λάλη, λάληθρος, λάλησις, λαλητρίς, λαλιός, λαλίς, λάλλαι, λαλλόεις
μσν.
λαλημός
μσν.- νεοελλ.
λαλούμενα
νεοελλ.
λαλητής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης. (Β' συνθετικό) αντιλαλώ, διαλαλώ, καταλαλώ
αρχ.
απολαλώ, εκλαλώ, ελλαλώ επιλαλώ, ολιγολαλώ, παραλαλώ, περιλαλώ, προλαλώ, προσκαταλαλώ, προσλαλώ, συλλαλώ, συνεκλαλώ, υπερλαλώ, υπολαλώ
νεοελλ.
αηδονολαλώ, βροντολαλώ, γλυκολαλώ, πολυλαλώ, σιγολαλώ, τρανολαλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαλώ — λαλώ, λάλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. λαλάω Σημειώσεις: λαλώ – λαλάω : η κλίση σε άω τείνει να επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (χωρίς το δεύτερο τύπο λαλά του β ενικού και με το επίθημα αγ μόνο στον πληθυντικό του παρατατικού: λαλάγαμε κτλ.). Από …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαλώ — λάλησα 1. μιλώ: Σήμερα δε λάλησες καθόλου. 2. ηχώ: Λαλούν τα κλαρίνα. 3. (για πουλιά), κελαηδώ, τερετίζω, τιτιβίζω: Όλη μέρα λαλούσαν τα πουλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαλῶ — λαλάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) λαλέω talk pres subj act 1st sg (attic epic doric) λαλέω talk pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλῷ — λαλάζω fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάλῳ — λάλος talkative masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”